επιφυλλίδα

επιφυλλίδα
Αυτοτελές άρθρο που δημοσιεύεται στο κάτω μέρος εφημερίδας και χωρίζεται από την υπόλοιπη ύλη με οριζόντια γραμμή. Την ε. εγκαινίασε η γαλλική Εφημερίδα των Συζητήσεων, στα χρόνια της υπατείας του Ναπολέοντα. Το 1842, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε στη θέση της ε. σε συνέχειες το μυθιστόρημα του Εζέν Σι, Τα μυστήρια του Παρισιού. Έκτοτε, καθιερώθηκε να ονομάζεται ε. και το μυθιστόρημα που δημοσιεύεται σε συνέχειες σε μια εφημερίδα. Στην Ελλάδα, από τους πρώτους επιφυλλιδογράφους υπήρξαν οι Κ. Πωπ, Ειρηναίος Ασώπιος και Λ. Κορομηλάς.
* * *
η (Α ἐπιφυλλίς)
νεοελλ.
1. δημοσίευμα εγκυκλοπαιδικού, λογοτεχνικού ή φιλολογικού περιεχομένου που καταχωρίζεται συνήθως στο κάτω μέρος σελίδας εφημερίδων και χωρίζεται από την υπόλοιπη ύλη με οριζόντια γραμμή
2. (ειδ.) μυθιστόρημα που δημοσιεύεται κατά συνέχειες σε εφημερίδα
αρχ.
1. τα μικρά σταφύλια που μένουν πάνω στα κλήματα μετά τον τρύγο, κν. αποστάφυλα, αποτρύγια, κουδούνια
2. μτφ. ποιητής ή ποίημα ανάξιο λόγου
3. φρ. «ποιῶ ἐπιφυλλίδα περί τινος» — εξετάζω λεπτομερειακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λ. επιφυλλίς χρησιμοποιήθηκε σε νεώτερους χρόνους για την απόδοση τού γαλλ. όρου feuilleton. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιφυλλίδα — η δημοσίευμα αυτοτελές ή με συνέχεια (λογοτεχνικού η εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου) που καταχωρίζεται σε συγκεκριμένο σημείο εντύπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιφυλλίδα — ἐπιφυλλίς small grapes left for gleaners fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφυλλιδογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφυλλίδα ή στον επιφυλλιδογράφο. επίρρ... επιφυλλιδογραφικώς και ά κατά τον τρόπο που γράφεται η επιφυλλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλλιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • φεγιετόν — η, Ν άκλ. επιφυλλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feuilleton «επιφυλλίδα εφημερίδας»] …   Dictionary of Greek

  • επιφυλλιδογράφος — ο αυτός που γράφει επιφυλλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλλίδα + γράφος (< γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στο Δημ. Ν. Βερναρδάκη ως απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. feuilletoniste] …   Dictionary of Greek

  • θαλπερότητα — η 1. η μέτρια θερμότητα, η χλιαρότητα 2. η θαλπωρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλπερός. Ο λόγιος τ. θαλπερότης μαρτυρείται από το 1895 σε επιφυλλίδα της εφημερίδας Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …   Dictionary of Greek

  • περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… …   Dictionary of Greek

  • Φρόμπελ, Φρίντριχ Βίλχελμ Όγκουστ — (Fröbel, Oμπερβάισμπαχ, Θουρινγκία 1782 – Μάριενταλ 1853). Γερμανός καθηγητής και παιδαγωγός. Ορφανός από μητέρα από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, πήρε θρησκευτική μόρφωση με την καθοδήγηση του πατέρα του και του θείου του και χρίστηκε λουθηρανός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”